κοπιωδῶν

κοπιωδῶν
κοπιώδης
masc/fem/neut gen pl (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Χατζημιχάλη, Αγγελική — (Αθήνα 1895 – 1965). Ελληνίδα λαογράφος, συγγραφέας και ζωγράφος. Υπήρξε πρωτεργάτης στην έρευνα της ελληνικής λαϊκής τέχνης. Γόνος της οικογένειας Κολυβά, έτυχε ιδιαίτερης μόρφωσης και αγωγής. Πολύ νωρίς έστρεψε το ενδιαφέρον της στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”